- εξόρκωσις
- ἐξόρκωσις, η (Α) [εξορκώ]1. ένορκη υποχρέωση2. εξορκισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξόρκωσιν — ἐξόρκωσις binding by oath fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορκώσεων — ἐξορκώσεω̆ν , ἐξόρκωσις binding by oath fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)